ἀναχώματος

ἀναχώματος
ἀνάχωμα
dike
neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • έκπτωμα — ἔκπτωμα, το (Α) 1. εξάρθρωση 2. κατάρρευση αναχώματος …   Dictionary of Greek

  • γέφυρα — Τεχνικό έργο που εκτείνεται σε όλο το πλάτος ενός δρόμου, όταν διακόπτεται για ένα διάστημα η συνέχεια του αναχώματος, είτε εξαιτίας των εμποδίων που δεν είναι δυνατόν να εξαλειφθούν, όπως είναι για παράδειγμα τα υδάτινα ρεύματα, μία χαράδρα ή οι …   Dictionary of Greek

  • Κρικ — (Creek). Φυλή αυτοχθόνων της Αμερικής, της γλωσσικής οικογένειας μάσκογκι, που είχε αναπτύξει μία από τις πιο εξελιγμένες γεωργικές κοινωνίες της Βόρειας Αμερικής κατά τη διάρκεια του 18ου αι. Ήταν κυρίαρχη ομάδα σε μια ομοσπονδία που αριθμούσε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”